- καρυκεύει
- καρυκεύωdress with rich saucepres ind mp 2nd sgκαρυκεύωdress with rich saucepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρτυσίς — ἄρτυσις, η (Α) [αρτύω] 1. το να καρυκεύει κανείς τα φαγητά 2. η ανάμιξη μετάλλων στο χωνευτήρι … Dictionary of Greek
καρυκευτής — ο, θηλ. καρυκεύτρια (Α καρυκευτής) [καρυκεύω] αυτός που καρυκεύει, αυτός που παρασκευάζει καρυκεύματα … Dictionary of Greek
καρυκευτικός — ή, ό (AM καρυκευτικός, ή, όν) [καρυκεύω] νεοελλ. (για ουσίες) κατάλληλος για καρύκευση μσν. (για φαγητά και ποτά) ο πλούσιος σε καρυκεύματα αρχ. το θηλ. ως ουσ. ἡ καρυκευτικὴ (ενν. τέχνη) η τέχνη να καρυκεύει κάποιος, η μαγειρική … Dictionary of Greek